- ταφόνι
- τα, Νάκλ. (γεωμορφ.) κυκλικές κοιλότητες που διανοίγονται στις πλαγιές βουνών ή λόφων, με μεσόκοκκα ή χονδρόκοκκα κρυσταλλικά πετρώματα, αλλά και με ασβεστόλιθους, ψαμμίτες ή σχιστολίθους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.